Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης διαβούλευσης, της ανάλυσης της υφιστάμενης και της μελλοντικής κατάστασης (χωρίς παρεμβάσεις) και αφού ληφθεί υπ’ όψη η γνώμη των πολιτών από τα ερωτηματολόγια, θα προσδιοριστεί το κοινό όραμα που έχουν οι αρχές και οι πολίτες για την πόλη τους.
Η επιλογή του οράματος οφείλει να απαντά ξεκάθαρα στα παρακάτω ερωτήματα:
- Σε τι είδους πόλη θέλουμε να ζούμε;
- Πώς θα θέλαμε η δική μας πόλη να γίνει πιο φιλική προς τους κατοίκους της και να διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες;
Το όραμα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γενικό πλαίσιο πολιτικής, τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, την οικονομική ανάπτυξη, τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό, την κοινωνική ένταξη, την ισότητα των φύλων, την υγεία και την ασφάλεια. Επιπλέον είναι σημαντικό να στοχεύει στην ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας της πόλης.
Στη συνέχεια θα γίνει ο προσδιορισμός των προτεραιοτήτων για την κινητικότητα, οι οποίες ορίζουν τις κατευθύνσεις στις οποίες θα εστιάσει ο σχεδιασμός. Η ανάπτυξη των προτεραιοτήτων επιτυγχάνεται με τον εντοπισμό των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών βελτιώσεων που απαιτούνται, εστιάζοντας στο τι χρειάζεται να «μειωθεί», να «αυξηθεί» ή να «διατηρηθεί». Μετά την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων θα γίνει ο προσδιορισμός σαφών και μετρήσιμων στόχων. Οι στόχοι οφείλουν να αντιπροσωπεύουν μια πιο σαφή μορφή δέσμευσης και πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, μετρήσιμοι, εφικτοί, ρεαλιστικοί και χρονικά ορισμένοι, δίνοντας τη δυνατότητα παρακολούθησης της προόδου και της επίτευξης των σκοπών του Σχεδίου.
Το όραμα της πόλης για την κινητικότητα και οι προτεραιότητες που θεσπίστηκαν.
Πώς θα θέλανε οι πολίτες να είναι το μέλλον τους;